- ἄρρυπος
- ἄρρῠπος, ον,A clean,
δίαιτα Hierocl.in CA17p.459M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίαιτα Hierocl.in CA17p.459M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άρρυπος — ἄρρυπος, ον (Μ) [ρύπος] ο ακηλίδωτος, ο καθαρός … Dictionary of Greek
ἄρρυπος — clean masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρυπον — ἄρρυπος clean masc/fem acc sg ἄρρυπος clean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)